Το πρόβλημα
Το πρόβλημα των βιοεπικαθήσεων (biofouling), δηλαδή ο αποικισμός στον οποίο υπόκειται κάθε επιφάνεια που βυθίζεται στη θάλασσα είναι γνωστό από την αρχαιότητα και έχει αρνητικές επιδράσεις σε όλες τις εφαρμογές που σχετίζονται με τη θαλάσσια δραστηριότητα. Εκτιμάται ότι μία βυθισμένη επιφάνεια που δεν προστατεύεται από τη βιολογική ρύπανση μπορεί να συσσωρεύσει 150 kg/m2 οργανισμών σε λιγότερο από έξι μήνες στη θάλασσα (ΙΜΟ, 1999) .
Ειδικά για τις υδατοκαλλιέργειες, ο κύριος εξοπλισμός που υπόκειται σε βιοεπικαθήσεις είναι οι κλωβοί. Το είδος και η ένταση των βιοεπικαθήσεων στους ιχθυοκλωβούς, εξαρτάται από παράγοντες όπως η τοπικότητα και η εποχικότητα, και προκαλεί μείωση των ρυθμών ανάπτυξης των εκτρεφόμενων ψαριών έως και 40% λόγω μείωσης της διαθεσιμότητας οξυγόνου και θρεπτικών συστατικών ανταγωνισμού μεταξύ των επιθυμητών και ανεπιθύμητων οργανισμών και πιθανής τοξικότητας, καθως και υποβάθμιση υλικών και εξοπλισμού. Για την παρεμπόδιση δημιουργίας βιοεπικαθήσεων, μέχρι σήμερα στις υδατοκαλλιέργειες χρησιμοποιούνται είτε υφαλοχρώματα που περιέχουν βιοκτόνα, συνήθως βασισμένα στον χαλκό ή τον ψευδάργυρο. Οι ουσίες όμως αυτές αναγνωρίζονται από την ΕΕ ως τοξικές για τους θαλάσσιους οργανισμούς και επικίνδυνες για το περιβάλλον (67/548/EEC), ενώ ειδικά σε μια διεργασία που αφορά τρόφιμο είναι ανεπιθύμητες, καθώς συσσωρεύονται στους ιστούς τους.